- Λάκωνας
- οο κάτοικος της Λακωνίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λάκωνας — και λάκων, ο, θηλ. λάκαινα (Α λάκων, ωνος θηλ. λάκαινα) (ως εθνικό) Λάκωνας, Λάκαινα ο κάτοικος τής Λακωνίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λακωνία νεοελλ. (το αρσ.) ο λάκων ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας ελατερίδες αρχ. 1. ως επίθ … Dictionary of Greek
Λάκωνας — Λάκων a Laconian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τσάκωνες — Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των… … Dictionary of Greek
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek